- λογίζομαι
- και λογιέμαι (AM λογίζομαι, Μ και λογίζω) [λόγος]συλλογίζομαι, αναλογίζομαι, υπολογίζω, σκέπτομαι (α. «λογίζεσαι τί πρόκειται να γίνει τώρα;» β. «πρὸς δὲ τοὺς θρασέως ὁτιοῡν οἰομένους ὑπομεῑναι δεῑν... τὸν πόλεμον, ἐκεῑνα βούλομαι λογίσασθαι», Δημοσθ.)νεοελλ.1. θεωρώ τον εαυτό μου, υπολογίζομαι («πρέπει να λογίζομαι τυχερός μετά απ' όλα αυτά»)2. (μτχ. παρακμ.) λελογισμένος, -η, -ολογικός, μη υπερβολικός («λελογισμένη κατανάλωση»)νεοελλ.-μσν.θεωρούμαι, μέ νομίζει κάποιος, υπολογίζομαι, συγκαταλέγομαι, περιλαμβάνομαι (α. «δεν λογίζεται για άνθρωπος» β. «λογισθεὶς ἐν τοῑς νεκροῑς ἐκ παραπτώματός μου», Γλυκά)μσν.1. χαρακτηρίζομαι, αναγνωρίζομαι2. υπολογίζω κάτι, δίνω σημασία σε κάτι, θεωρώ κάτι σημαντικό («τίποτε οὐ λογίζεται < διὰ> πόθον ἢ δι' ἀγάπην, ἐγκρεμνοὺς οὐ λογίζεται, τοὺς ποταμούς οὐδόλως», Διγ.)3. φρ. «ἀντὶ οὐδενὸς λογίζομαι» ή «εἰς οὐδὲν λογίζομαι» — θεωρώ κάτι άνευ σημασίαςμσν.-αρχ.1. κρίνω μετά από υπολογισμό, εκτιμώ («προσετιμήσατε τὰς βλάβας, ἅς... ἐλογίζεθ' ἑαυτῷ γεγενῆσθαι», Δημοσθ.)2. θεωρώ, νομίζω, υποθέτω («Λύσανδρος λογισάμενος ὅτι οἷόν τε εἴη ταχὺ ἐκπολιορκῆσαι τοὺς ἐν τῷ Πειραιεῑ», Ξεν.)3. (μέσ. και ενεργ.) λογαριάζω να κάνω κάτι, σκοπεύω ή προσδοκώ, περιμένω ότι θα γίνει κάτι (α. «ἐκαλολόγιζέ τους σκοπῶντα καὶ λογίζοντα του νὰ τοὺς ἔχει δούλους», Χρον. Moρ.β. «ἐκ ταύτης δέ ἐπισιτιεῑσθαι ἐλογίζοντο οἱ Ἕλληνες», Ηρόδ.)4. συλλογίζομαι ότι, συμπεραίνω μετά από συλλογισμό5. υπολογίζομαι («ὁπλῑται ἐλογίσθησαν οὐκ ἐλάττους δισμυρίων», Ξεν.)αρχ.1. μετρώ, υπολογίζω, κάνω λογαριασμούς ή αριθμητικές πράξεις (α. «Ἴωνας ἀποδείκνυμι οὐκ ἐπισταμένους λογίζεσθαι», Ηρόδ.β. «πρῶτον μέν λόγισαι φαύλως, μὴ ψήφοις, ἀλλ' ἀπὸ χειρός», Αριστοφ.)2. θεωρώ κάτι ως μερίδιο κάποιου, βάζω κάτι στον λογαριασμό του (α. «τἀνηλωμένα ἐπέδωκα καὶ οὐκ ἐλογιζόμην», Δημοσθ.β. «μὴ λογιζόμενος αὐτοῑς τὰ παραπτώματα αὐτών», ΚΔ)3. ελέγχω τους λογαριασμούς κάποιου («τοῑς ὑπευθύνοις λογιζόμενοι», Αριστοτ.)4. βασίζομαι ή υπολογίζω σε κάτι5. (το ουδ. τής μτχ. ενεστ. και παρακμ. ως ουσ.) τὸ λογιζόμενον και τὸ λελογισμένονο λογισμός γενικώς, αλλά και ο αριθμητικός υπολογισμός, ο λογαριασμός, η μέτρηση.
Dictionary of Greek. 2013.